καταχαλώ — και καταχαλάω και καταχαλνώ και καταχαλνάω καταχάλασα, καταχαλασμένος, καταστρέφω κάτι εντελώς, καταστρέφομαι: Μου καταχάλασε τον κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχαλώ — και καταχαλνώ (AM καταχαλῶ, άω, Μ και καταχαλνώ) (μτβ.) καταστρέφω, φθείρω ολοσχερώς νεοελλ. (αμτβ.) καταστρέφομαι εντελώς νεοελλ. μσν. 1. γκρεμίζω 2. εξαφανίζω, αφανίζω 3. εξολοθρεύω, φονεύω 4. βασανίζω, τυραννώ 5. (ο πληθ. τού ουδ. τής μτχ. παθ … Dictionary of Greek
καταχαλασμός — ο (Μ καταχαλασμός) [καταχαλώ] η ενέργεια τού καταχαλώ, καταχάλασμα, ολοκληρωτική καταστροφή, τέλειος χαλασμός … Dictionary of Greek
καταχάλασμα — το [καταχαλώ] 1. (για κτήριο) γκρέμισμα, κατακρήμνιση, κατεδάφιση 2. ολοκληρωτική καταστροφή ενός πράγματος 3. στον πληθ. τα καταχαλάσματα τα ερείπια, τα συντρίμμια, τα απομεινάρια («μέσ από τα καταχαλάσματα τού αρχαίου ελληνορρωμαϊκού κόσμου… … Dictionary of Greek